- σανσονιέ
- (chansonnier). Γαλλικός όρος που κατά κανόνα σημαίνει εκείνον που τραγουδά τραγούδια που έχει ράψει ο ίδιος. Οι καλλιτέχνες του είδους πρωτοεμφανίστηκαν το 18o αι., στο Παρίσι (1792). Υπήρξαν εξαιρετικά δημοφιλείς για τους πολιτικοσατιρικούς στίχους τους, κυρίως στα πρώτα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, αλλ’ η μεγαλύτερη επιτυχία τους ανάγεται στο 19o αι. Στο είδος αυτό διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Αριστείδης Μπρυάν που χρησιμοποίησε στους στίχους του τη διάλεκτο που μιλά ο παρισινός υπόκοσμος.
Dictionary of Greek. 2013.